- εὔστοχον
- εὔστοχοςwell-aimedmasc/fem acc sgεὔστοχοςwell-aimedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύπολις — (; – 411 π.Χ.). Αθηναίος ποιητής της αττικής κωμωδίας. Ήταν αντίπαλος του Αριστοφάνη και του Κρατίνου. Συνέθεσε 17 κωμωδίες και νίκησε επτά φορές σε δραματικούς αγώνες· το 421, με τους Κόλακες, νίκησε σε διαγωνισμό τον Αριστοφάνη, ο οποίος… … Dictionary of Greek
εύστοχος — η, ο (ΑΜ εὔστοχος, ον) 1. αυτός που χτυπάει τον στόχο του με επιτυχία («εὔστοχον ὅπλον») 2. ο ευφυής, ο έξυπνος 3. αυτός που συμπεραίνεται ή υπολογίζεται σωστά 4. το ουδ. ως ουσ. το εύστοχο(ν) η ευστοχία νεοελλ. αυτός που συντελεί σε επιτυχία, ο… … Dictionary of Greek